λέγνον — coloured edging neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέγνη — λέγνη, ἡ (Α) το λέγνον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. λέγνον] … Dictionary of Greek
λεγνώ — λεγνῶ, όω (Α) [λέγνον] εφοδιάζω ένα ιμάτιο με λέγνον*, με έγχρωμη παρυφή … Dictionary of Greek
λεγνωτός — λεγνωτός, ή, όν (Α) [λέγνον] αυτός που έχει χρωματισμένη παρυφή («λεγνωτὸς χιτών», Καλλ.) … Dictionary of Greek
λεγνώδης — λεγνώδης, ῶδες (AM) [λέγνον] λεγνωτός* … Dictionary of Greek
λογάς — (I) λογάς, ἡ (Α) συν. στον πληθ. αἱ λογάδες 1. το λευκό τών οφθαλμών 2. (γενικά) οι οφθαλμοί, τα μάτια 3. μτφ. φρ. «λογάδες λίθοι» ακατέργαστοι, απελέκητοι λίθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταφορική χρήση τού τ. λογάς (II), πρβλ. «λογάδες… … Dictionary of Greek
περιλεγνής — ές, Α (κατά τον Ησύχ.) (για ένδυμα) αυτός που έχει πολύχρωμη παρυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λέγνον / λέγνη «έγχρωμη παρυφή ιματίου» (πρβλ. και τη γλώσσα τού Ησύχ. λεγνώδεις ποικίλας)] … Dictionary of Greek
σαπρολεγνία — και σαπρολέγνια, η, Ν (μυκητ.) γένος μυκήτων που ανήκει στην οικογένεια σαπρολεγνίδες, τής οποίας είναι αντιπροσωπευτικό, τής τάξης σαπρολεγνιώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. saprolegnia (< σαπρός + λέγνον «έγχρωμη παρυφή ιματίου»)] … Dictionary of Greek
φοινικόλεγνος — ον, ΜΑ (ως προσωνυμία τού πτηνού πηνέλοψ*) αυτός που έχει πορφυρές ταινίες στο πτέρωμά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), φοίνικος «το πορφυρό χρώμα» + λεγνος (< λέγνον «παρυφή υφάσματος»)] … Dictionary of Greek
λέγνα — λέγνᾱ , λέγνη fem nom/voc/acc dual λέγνᾱ , λέγνη fem nom/voc sg (doric aeolic) λέγνον coloured edging neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)